- συντονίᾳ
- συντονίαι , συντονίαtensionfem nom/voc plσυντονίᾱͅ , συντονίαtensionfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντονία — συντονίᾱ , συντονία tension fem nom/voc/acc dual συντονίᾱ , συντονία tension fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α [σύντονος] νεοελλ. 1. συντονισμός 2. μουσ. συμφωνία τόνου μσν. αρχ. επίταση αρχ. 1. σύντονη ενέργεια 2. ένταση, τέντωμα 3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.) … Dictionary of Greek
συντονίας — συντονίᾱς , συντονία tension fem acc pl συντονίᾱς , συντονία tension fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονίαι — συντονία tension fem nom/voc pl συντονίᾱͅ , συντονία tension fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονίαν — συντονίᾱν , συντονία tension fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονίαις — συντονία tension fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονίην — συντονία tension fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
ՅԱՐԱՁԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0342 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c գ. συντονία, εὑτονία, ἑπιτονία, παράτασις, διαμονή extensio, contentio, duratio, assiduitas, vehementia. Յերկարաձգութիւն. հանապազորդութիւն. շարունակութիւն. տեւողութիւն. *Յաւիտենական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)